Χαν, Ότο

Χαν, Ότο
(Hahn, Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1879 – Γκέτινγκεν 1968). Γερμανός φυσικοχημικός. Διευθυντής από το 1928 του Kaiser Wilhelm Institut (σήμερα Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ), πήρε το βραβείο Νομπέλ της χημείας το 1944 γιατί πέτυχε μαζί με τον Φριτς Στράσμαν την πυρηνική σχάση βαρέων πυρήνων. Ο X. πραγματοποίησε σημαντικότατες μελέτες ραδιοχημείας που τον οδήγησαν μαζί με τη Λίζε Μάιτνερ στην ανακάλυψη (1917) του ραδιοθορίου, του μεσοθορίου και του πρωτοακτινίου. 0 X. αντιλήφθηκε την ενδεχόμενη πολεμική εφαρμογή της πυρηνικής σχάσης, αλλά είχε την ελπίδα ότι αυτή θα ήταν αδύνατη· εξάλλου αρνήθηκε κάθε συνεργασία σε έρευνες για την πολεμική χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας και ενέκρινε με την υπογραφή του κάθε πρωτοβουλία που απέβλεπε στη διακοπή των πυρηνικών δοκιμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μάιτνερ, Λίζε — (Lise Meitner, Βιέννη 1878 – Κέιμπριτζ, Αγγλία 1968). Αυστριακή φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πολύ νέα αφοσιώθηκε στη μελέτη της ραδιενέργειας τελειοποιώντας μία μέθοδο για την ηλεκτρολυτική επικάθηση του ακτινίου (1911) και των ισοτόπων του… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • νεοθετικισμός — Ευρεία φιλοσοφική κίνηση, που άρχισε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στην Αυστρία και στη Γερμανία και διαδόθηκε κατόπιν με ποικίλες κατευθύνσεις κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες. Συνώνυμες έννοιες είναι ο λογικός εμπειρισμός, λογικός θετικισμός …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”